- ελεημονητικός
- η , ό[ν] , ελεημονικός, ή , ό[ν]1) сострадательный; милосердный; 2) см. ελεήμονας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελεημονητικός — ή, ό ο ελεημονικός … Dictionary of Greek